αποκαθαρμα

αποκαθαρμα
    ἀποκάθαρμα
    ἀπο-κάθαρμα
    -ατος τό физиол. выделение, секрет Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αποκαθαρμα" в других словарях:

  • ἀποκάθαρμα — that which is cleared off neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποκάθαρμα — το (Α) ό,τι αποβάλλεται με τις απεκκρίσεις του οργανισμού …   Dictionary of Greek

  • ἀποκάθαρμ' — ἀποκάθαρμα , ἀποκάθαρμα that which is cleared off neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκαθαρμάτων — ἀποκάθαρμα that which is cleared off neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκαθάρματα — ἀποκάθαρμα that which is cleared off neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκαθάρματι — ἀποκάθαρμα that which is cleared off neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκαθάρματος — ἀποκάθαρμα that which is cleared off neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίψημα — τὸ, ΜΑ [περιψώ] 1. ὁ,τι πετιέται μετά τον καθαρισμό με σπόγγο ή με τρίψιμο, το αποκάθαρμα, το σκουπίδι («ὡς περικαθάρματα τοῡ κόσμου ἐγεννήθημεν, πάντων περίψημα ἕως ἄρτι», ΚΔ) 2. (για δήλωση χριστιανικής ταπεινοφροσύνης) ο αφοσιωμένος στον… …   Dictionary of Greek

  • όλυνος — ὄλυνος (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τὸ ἀπότριμμα καὶ ἀποκάθαρμα». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση τού τ. με τη λ. ὀλός (Ι)* αμφισβητείται] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»